- μύζω
- (I)(ΑΜ μύζω, Μ και μύσσω)βογγώ θλιβερά, στενάζω από τη θλίψη («μύζουσιν οἰκτισμὸν πολὺν ὑπὸ ῥάχιν παγένιες», Αισχύλ.)(μσν. -αρχ.) μυκτηρίζω, χλευάζωαρχ.1. παράγω ήχο με τη μύτη έχοντας κλειστό το στόμα, μουγκρίζω2. μουρμουρίζω από δυσαρέσκεια, παραπονούμαι, γκρινιάζω3. (για τα σπλάγχνα) γουργουρίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *mu-g-, παρεκτεταμένη μορφή τής αρχικής ρίζας *mū- «ηχομίμηση τού υπόκωφου ήχου που προκαλείται με κλειστά χείλη, τού άναρθρου μουρμουρίσματος» (πρβλ. μῦ, μύζω Ι) και συνδέεται με το χεττιτ. mugāizzi «ικετεύω», λατ. mūgiō «μουγκρίζω», αρχ. άνω γερμ. muckazzen «μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ» και με τα μύσσομαι, μυκάομαι, μύω].————————(II)μύζω (Α)πίνω με κλειστά τα χείλη, ρουφώ, βυζαίνω, πιπιλίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το μῦ*, άποψη που ενισχύεται από τη σημασιολογική συγγένειά τους λόγω τής κοινής θέσης τών χειλέων κατά την εκφορά τού επιφωνήματος και κατά την πράξη τής εκμύζησης. Επίσης η λ. συνδέεται με το μύζω Ι*].
Dictionary of Greek. 2013.